- Μάρκο Πόλο
- Βλ. λ. Πόλο, Μάρκο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πόλο, Μάρκο — (Marco Polo, Βενετία ή Κούρτσολα 1254 – Βενετία 1324). Ιταλός εξερευνητής. Γιος του Νικολό Πόλο, πλούσιου εμπόρου, που, μαζί με τον αδελφό του, Μανέο, έκανε συχνά εμπορικά ταξίδια στα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και της Ανατολικής Μεσογείου·… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… … Dictionary of Greek
οβίνες — Αρτιοδάκτυλα μηρυκαστικά του γένους όβις (ovis), της οικογένειας των βοοειδών, της υποοικογένειας των καπρινών. Μερικοί επιστήμονες χωρίζουν τα βοοειδή σε δυο διαφορετικές υποοικογένειες: τους καπρίνες και τους οβίνες. Στη ζωοκομία όμως, με τον… … Dictionary of Greek
ανθρωποφαγία — Η συνήθεια ορισμένων φυλών να τρώνε ανθρώπινο κρέας. Λέγεται επίσης και κανιβαλισμός, από το όνομα που έδωσαν σε μια φυλή ανθρωποφάγων των νησιών της Καραϊβικής οι Ισπανοί κατακτητές τον 17ο αι. Τη συνήθεια της α. σε πρωτόγονους λαούς έχουν… … Dictionary of Greek
απομνημόνευμα — Αφήγηση για ένα γεγονός ή γεγονότα από πρόσωπο που πήρε ενεργό μέρος σε αυτά ή υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Το α. αποτελεί πολύτιμη ιστορική πηγή, αλλά δεν είναι πάντα απαλλαγμένο από τον προσωπικό χαρακτήρα, δηλαδή τις αντιλήψεις και τις… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
κανιβαλισμός — Η κατανάλωση ανθρώπινου κρέατος για τελετουργικούς λόγους. Ο όρος κανίβαλος προέρχεται (μέσω του ισπανικού canibal) από το cannibe (= γενναίος), εθνικό όνομα μιας ομάδας Καρίβων (ιθαγενών των βορειοανατολικών περιοχών της Νότιας Αμερικής) στους… … Dictionary of Greek
περιηγητής — Αυτός που ταξιδεύει με σκοπό την ψυχαγωγία ή τη μόρφωση. Η τάση για περιήγηση χρονολογείται από την αρχαιότητα και κυρίως από τότε που τα ταξίδια έπαυσαν να είναι πολύ επικίνδυνα. Τον 6o αι. π.Χ. αναφέρονται πολλά ονόματα ελλήνων περιηγητών, που… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek